- ἐπιμύρομαι
- ἐπιμύρομαι [pron. full] [ῡ],A to be washed by the sea, A.R.1.938; but ῥισὶν
ἐπιμύρεται κόρυζα
dribbles, An.Ox.3.220
(ἐπιμυρμύρεται cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιμύρεται κόρυζα
dribbles, An.Ox.3.220
(ἐπιμυρμύρεται cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιμύρομαι — ἐπιμύρομαι (Α) περιβρέχομαι από θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μύρομαι «κλαίω με άφθονα δάκρυα»] … Dictionary of Greek